- πολυμισής
- -ές, Ααυτός που μισεί πολλά πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -μισής (< μίσος), πρβλ. παντο-μισής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυμισῆ — πολυμῑσῆ , πολυμισής much hating neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυμῑσῆ , πολυμισής much hating masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυμῑσῆ , πολυμισής much hating masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek